κατάφημος

κατάφημος
κατάφημος, -ον (Α)
κακόφημος, διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φημος (< φήμη), πρβλ. από-φημος, περί-φημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”